ἀλλόκοτα

ἀλλόκοτα
ἀλλόκοτος
of unusual nature
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαμπουρνέζικα — τα ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα,… …   Dictionary of Greek

  • κισσώ — (I) κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, άω (Α) 1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῑς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως ὅ καλοῡσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.) 2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῑς… …   Dictionary of Greek

  • νεοφανής — ές (ΑΜ νεοφανής, ές) αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής νεοελλ. μσν. (κατ επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος αρχ. αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. επίρρ... νεοφανώς (Μ νεοφανῶς) 1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά 2. παραδόξως, αλλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ξενοχαρής — ξενοχαρής, ές (Α) 1. αυτός που χαίρεται για παράξενα πράγματα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξενοχαρές χαρά για αλλόκοτα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι), πρβλ. ηδυ χαρής] …   Dictionary of Greek

  • προτερατεύομαι — Α περιγράφω εκ τών προτέρων κακό οιωνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ» (< τέρας, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • συντερατεύομαι — Μ τερατολογώ από κοινού, διηγούμαι τερατώδη πράγματα μαζί με άλλους («Ἀρριανὸς... φησὶν ὅτι Δῆλος ἡ πάλαι πλωτὴ οὖσα... καὶ ἄλλοι συντερατευόμενοι αὐτῷ φασι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ»… …   Dictionary of Greek

  • τερατεύομαι — ΜΑ [τέρας, ατος] διηγούμαι θαυμαστά και αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ …   Dictionary of Greek

  • τερατογραφώ — έω, Α περιγράφω ή διηγούμαι παράδοξα, αλλόκοτα φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + γραφῶ (< γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • τερατολόγος — ο / τερατολόγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα νεοελλ. 1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες 2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”